καλαμαράς

καλαμαράς
ο
άνθρωπος της πένας, γραφιάς: Εγώ είμαι καλαμαράς, δεν είμαι τσοπάνης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλαμαράς — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά.… …   Dictionary of Greek

  • Καλαμάρας, Αντώνης — (Πειραιάς 1933 –). Γελοιογράφος, σκιτσογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Σταδιοδρόμησε ως γελοιογράφος, συνεργαζόμενος με τα περιοδικά Πάνθεον, Ταχυδρόμος, Cosmopolitan, Ένα, Και, Γεια …   Dictionary of Greek

  • Καλαμάρας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Βρούφλιανη και γι’ αυτό ονομαζόταν επίσης Βρουφλιανίτης. Διακρίθηκε σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε αρκετές φορές. Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό με τον βαθμό του υπολοχαγού. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Erzbischöfe von Patras — Die folgenden Personen waren Bischöfe, Erzbischöfe und Metropoliten von Patras: Bischöfe Andreas Stratokles Irodion Plutarchos (344 418) Perigenes (418) Alexandros Afanasios Erzbischöfe 733 806 ... Metropoliten 865 879 A. Papadopulos Keramias 868 …   Deutsch Wikipedia

  • Флорина — Город Флорина Φλώρινα Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • Мелетий (Каламарас) — Митрополит Мелетий Μητροπολίτης Μελέτιος Митрополит Никопольский и Превезский 1 марта 1980   21 июня 2012 …   Википедия

  • -άρας — μεγεθυντική κατάλ. αρσ. ονομάτων της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται με την κατάλ. άρα* < άρι (πρβλ. ποδάρι ποδάρας). Κατά κύριο λόγο η κατάλ. άρας χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ανδρικών μεγεθυντικών κυρίων ονομάτων, πολλά από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… …   Dictionary of Greek

  • Μελέτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. (; – 381 μ.Χ.). Αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας (361 81). Ήταν επίσκοπος στη Σεβάστεια της Μικράς Αρμενίας, αλλά το 360 εξελέγη επίσκοπος Αντιόχειας, αντικαθιστώντας τον αρειανό Ευδόξιο που μετατέθηκε στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”